-γραφία

-γραφία
β' συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε -γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.)
β) είδος ζωγραφικής ή χαρακτικής (πρβλ. ιχνογραφία, τοιχογραφία κ.ά.)
γ) είδος συγγραφής (πρβλ. ευθυμογραφία, μυθιστοριογραφία)
δ) επιστήμη (πρβλ. γεωγραφία, λαογραφία κ.ά.). Το -γραφία ως β' συνθετικό λέξεων με τη μορφή αγγλ. -graphy, γαλλ. -graphie κ.λπ. εισήχθη και στις νεώτερες ευρωπαϊκές γλώσσες (πρβλ. αγγλ. biography, calligraphy, geography κ.ά., γαλλ. biographie, calligraphie, geographie κ.ά.).Σύνθετα με β' συνθετικό –γραφιά Ακτινογραφία, αλληλογραφία, βιβλιογραφία, βιογραφία, γεωγραφία, δικογραφία εικονογραφία, ζωγραφιά, ιστοριογραφία, ιχνογραφία, καλλιγραφία, κοσμογραφία, λαογραφία, λογογραφία, μελογραφία, μικρογραφία, μυθογραφία, ορθογραφία, ουρανογραφία, πεζογραφία, πινακογραφία, πλαστογραφία, πολυγραφία, ρυθμογραφία, σκηνογραφία, σκιαγραφία, σχηματογραφία, τοιχογραφία, τοπογραφία, χρονογραφία, χωρογραφία
αρχ.
αδρογραφία, αποτελεσματογραφία, αργυρογραφία, βουλλογραφία, γενηματογραφία, γνωσιγραφία, δισσογραφία, δολιχογραφία, ευγραφία, ιδιογραφία, καλαμογραφία, καμινογραφία, κανονογραφία, κηρογραφία, κυκλογραφία, λευκογραφία, λοιπογραφία, μεγαλογραφία, μοιρογραφία, νομογραφία, νυκτογραφία, ολογραφία, ονοματογραφία, παλιγγραφία, παραχειρογραφία, πεπλογραφία, πολιτογραφία, πολογραφία, ρωπογραφία, σιλλογραφία, σκενογραφία, στηλογραφία, συγγραφία, συναλλαγματογραφία, σφαιρογραφία, σχεδογραφία, τιμογραφία, Τιτανογραφία, φλυακογραφία, χειρογραφία, χρηστογραφία, χρυσογραφία, χωματογραφία, ψευδογραφία, ωρογραφία
νεοελλ.
αγγειογραφία, αγιογραφία, αγραφία, αδενογραφία, αερογραφία, αεροτοπογραφία, αεροφωτογραφία, αιδοιογραφία, αιματογραφία, αινιγματογραφία, αισχρογραφία, ανεμογραφία, ανθρωπογεωγραφία, ανθρωπογραφία, ανορθογραφία, ανωνυμογραφία, αορτογραφία, απλογραφία, αραβογραφία, αρθρογραφία, αριθμογραφία, αρτηριογραφία, ασεμνογραφία, αστρογραφία, αυτοβιογραφία, αυτογραφία, αυτοφωτογραφία, βιβλιοθηκογραφία, βραχυγραφία, γελοιογραφία, γεωυδρογραφία, γιγαντογραφία, γλωσσογραφία, γραμμογραφία, δακτυλογραφία, δημογραφία, δημοσιογραφία, διηγηματογραφία, διπλογραφία, διττογραφία, δραματογραφία, εθνογραφία, ειδησεογραφία, ελαιογραφία, εμβρυογραφία, εντερογραφία, εντομογραφία, επιθεωρησιογραφία, επιπεδογραφία, επιστολογραφία, επιφυλλιδογραφία, ευθυμογραφία, εφημεριδογραφία, ζωογεωγραφία, ηθογραφία, ηλιογραφία, θαλασσογραφία, θεματογραφία, ιδεογραφία, ιερογραφία, καθαρογραφία, κακογραφία, καρδιογραφία, καταστιχογραφία, κεραμογραφία, κινηματογραφία, κινησιογραφία, κλιματογραφία, κοσμηματογραφία, κρανιογραφία, κρυπτογραφία, κρυσταλλογραφία, κωμωδιογραφία, λαρυγγογραφία, λεξικογραφία, λεπτογραφία, λιβελλογραφία, λιθογραφία, λινογραφία, μεταλλογραφία, μετεωρογραφία, μετροφωτογραφία, μικροφωτογραφία, μονογραφία, μυθιστοριογραφία, μυκητογραφία, μυογραφία, νευρογραφία, νωπογραφία, ξυλογραφία, οδοντογραφία, ορεογραφία, οριζοντιογραφία, ορυκτογραφία, οστεογραφία, παλαιογεωγραφία, παλαιογραφία, παπυρογραφία, παροιμιογραφία, πατριδογραφία, πετρογραφία, πολιτισμογεωγραφία, πολυγραφία, πορνογραφία, προσωπογραφία, πυρογραφία, ραδιοτηλεγραφία, ραφιδογραφία, ρυπαρογραφία, σατιρογραφία, σεισμογραφία, σεληνογραφία, σεληνοτοπογραφία, σεναριογραφία, σημειογραφία, σιγιλογραφία, σιδηρογραφία, σπλαγχνογραφία, σπληνογραφία, στενογραφία, στενοδακτυλογραφία, στερεογραφία, στερεοφωτογραφία, σφυγμογραφία, συλλαβογραφία, συμβολαιογραφία, συνταγογραφία, συντομογραφία, σφραγιδογραφία, ταξιδιογραφία, ταχυγραφία, τηλεγραφία, τηλεκινηματογραφία, τηλεφωτογραφία, τομογραφία, τοπιογραφία, τσιγκογραφία, τυπολιθογραφία, τυποτηλεγραφία, υαλογραφία, υδατογραφία, υδρογραφία, φαρμακογεωγραφία, φθογγογραφία, φυσιογραφία, φυτογεωγραφία, φωνογραφία, φωτογραφία, φωτολιθογραφία, φωτομικρογραφία, φωτοξυλογραφία, φωτοτσιγκογραφία, χαλυβογραφία, χαλκογραφία, χαρτογραφία, χορογραφία, χρονοφωτογραφία, χρωματογραφία, χρωμογραφία, χρωμολιθογραφία, χρωμοτυπογραφία, χρωμοφωτογραφία, ψιλογραφία, ψυχογραφία, ωκεανογραφία, ωτογραφία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γραφία — γραφίᾱ , γραφία fem nom/voc/acc dual γραφίᾱ , γραφία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζιγκογραφία — η η τσιγκογραφία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζίγκος + γραφία (< γράφος* < γράφω), πρβλ. θαλασσο γραφία, ορθο γραφία] …   Dictionary of Greek

  • θαυματογραφία — θαυματογραφία, ή (Μ) καταγραφή θαυμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαύμα, τος + γραφία (πρβλ. αγιο γραφία, θεματο γραφία)] …   Dictionary of Greek

  • καλαμογραφία — και καλαμογραφίη, ἡ (Α) το γράψιμο που γινόταν με τον κάλαμο, με τη γραφίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + γραφία (< γράφος*), πρβλ. βιβλιο γραφία, νομο γραφία] …   Dictionary of Greek

  • κοραλλιογραφία — η κλάδος τής ζωολογίας που ασχολείται με τα κοράλλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοράλλιο + γραφία (< γραφώ < γράφος < γράφω), πρβλ. δημοσιο γραφία, υδατο γραφία] …   Dictionary of Greek

  • Digraphia — In sociolinguistics, digraphia refers to the use of more than one writing system for the same language.[1] Some scholars differentiate between synchronic digraphia with the coexistence of two or more writing systems for the same language and… …   Wikipedia

  • ακτινογραφία — Ακτινοδιαγνωστικό μέσο, όπου απεικονίζονται σε φωτογραφικό φιλμ τα διάφορα όργανα του σώματος. Βλ. λ. ακτινολογία. * * * ή (Α ἀκτινογραφία) νεοελλ. 1. αποτύπωση φωτογραφικών εικόνων με τη βοήθεια τών ακτίνων Χ (Ραίντγκεν), ακτινογράφηση 2. η… …   Dictionary of Greek

  • νωπογραφία — Τοιχογραφία εκτελεσμένη με χρώματα διαλυτά στο νερό, που τοποθετούνται επάνω στο κονίαμα του τοίχου όσο ακόμα είναι νωπό. Ονομάζεται και φρέσκο. Η τεχνική της είναι διαφορετική από την τεχνική της τέμπερας ή της εγκαυστικής. Η παλέτα της είναι… …   Dictionary of Greek

  • ολιγογραφία — ὀλιγογραφία, ἡ (Μ) μικρή συγγραφική δραστηριότητα, το να γράφει κανείς λίγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + γραφία (< γράφος < γράφω), πρβλ. πολυ γραφία] …   Dictionary of Greek

  • παλιγγραφία — παλιγγραφία, ἡ (Α) αναθεώρηση δίκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + γραφιά (< γράφος < γράφω), πρβλ. δικο γραφία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”